παρεκβατικός

παρεκβατικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέκβαση ή κάνει συχνά παρεκβάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρεκβατικός — discursive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκβατικός — ή, ό / παρεκβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρεκβαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέκβαση ή κάνει συχνές παρεκβάσεις μσν. αρχ. (για λόγο) παρενθετικός («παρεκβατικός λόγος»). επίρρ... παρεκβατικώς / παρεκβατικῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο παρεκβατικό …   Dictionary of Greek

  • παρεκβατικώτερον — παρεκβατικός discursive adverbial comp παρεκβατικός discursive masc acc comp sg παρεκβατικός discursive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκβατικόν — παρεκβατικός discursive masc acc sg παρεκβατικός discursive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκβατικῶς — παρεκβατικός discursive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκβατικώτερος — παρεκβατικός discursive masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”